- οδοντοθεραπεία
- ηθεραπεία των δοντιών που πάσχουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οδοντοθεραπεία — η η θεραπεία παθήσεων τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
οδοντοθεραπευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοθεραπεία 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοθεραπευτική κλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τα μέσα και τις μεθόδους θεραπείας τών παθήσεων τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + θεραπευτικός … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
οδοντοθεραπευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοθεραπεία. 2. ως ουσ., οδοντοθεραπευτική, η κλάδος της ιατρικής για τα μέσα και τις μεθόδους θεραπείας των δοντιών που πάσχουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)